παροτρυντικός

παροτρυντικός
παροτρ-υντικός, ή, όν,
A fit for inciting,

εἰς μάχην Eust.1169.55

. -ύνω, urge on, c. inf.,

πὰρ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν Pi.O.3.38

, cf. Act.Ap.13.50, J.AJ7.6.1, Luc.Tox.35.
2 Medic., displace the uterus, Hp.Mul.2.138.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παροτρυντικός — ή, ό / παροτρυντικός, ή, όν, ΝΑ [παροτρύνω] κατάλληλος για παρότρυνση ή αυτός που συντελεί σε παρότρυνση, ο προτρεπτικός …   Dictionary of Greek

  • παροτρυντικός — ή, ό αυτός που κάνει την παρότρυνση ή συντελεί σ αυτήν: Παροτρυντικοί λόγοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροτρυντικά — παροτρυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc pl παροτρυντικά̱ , παροτρυντικός fit for inciting fem nom/voc/acc dual παροτρυντικά̱ , παροτρυντικός fit for inciting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροτρυντικόν — παροτρυντικός fit for inciting masc acc sg παροτρυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”